- χηνοβοσκός
- χηνο-βοσκός, ὁ,A gooseherd, Cratin.46, PTeb.701.290 (iii B. C.), Ostr.Bodl. i304 (ii B. C.), Sammelb.6254 (ii B. C.), D.S.1.74;
βασιλικοὶ χ. PPetr.2p.25
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βασιλικοὶ χ. PPetr.2p.25
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηνοβοσκός — gooseherd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηνοβοσκός — και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ χηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο βοσκός)] … Dictionary of Greek
χηνοβόσκος — ὁ, ΜΑ βλ. χηνοβοσκός … Dictionary of Greek
χηνοβοσκός — ο βοσκός χηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χηνοβοσκοί — χηνοβοσκός gooseherd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηνοβοσκούς — χηνοβοσκός gooseherd masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
χηνοβοσκία — ἡ, Α [χηνοβοσκός] η χηνοτροφία … Dictionary of Greek
χηνοβοσκείον — και χηνοβόσκιον, τὸ, ΜΑ [χηνοβοσκός] χηνοτροφείο … Dictionary of Greek
χηνοβοσκικός — ή, όν, Α [χηνοβοσκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηνοβοσκό («χηνοβοσκικὸς κλήρος», πάπ.) … Dictionary of Greek
χηνοτρόφος — ο αυτός που τρέφει χήνες, χηνοβοσκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)